- κατέμπροσθεν
- κατέμπροσθεν (Μ)επίρρ.1. μπροστά σε κάποιον («κατέμπροσθεν τοῡ βασιλέως», Βίος Αλεξ.)2. πρόσωπο με πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek